πόκος

πόκος
-ου N 2 0-15-0-1-0=16 Jgs 6,37(bis).38(bis)
wool, fleece
-πολάζω
-πολάω
(→ἐμπόκος,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόκος — wool masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …   Dictionary of Greek

  • πόκος — ο βλ. ποκάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόκας — πόκος wool masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκε — πόκος wool masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκοι — πόκος wool masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκοις — πόκος wool masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκοισιν — πόκος wool masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκον — πόκος wool masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκου — πόκος wool masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκους — πόκος wool masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”